- αναλλώνω
- και ανελλώνω1. διαταράσσω την τάξη, προκαλώ ακαταστασία, «τά κάνω άνω κάτω»2. προκαλώ ταραχή και σύγχυση σε κάποιον, τόν κυνηγώ ή τόν διώχνω3. προξενώ ενόχληση, ταράζω, ενοχλώ4. (για δαιμόνια) βλάπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. επίθ. ἄναλλος «διαφορετικός»].
Dictionary of Greek. 2013.